- ὀπιπευθεῖσαι
- ὀπιπεύωstare ataor part pass fem nom/voc plὀπιπτεύωaor part pass fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν … Dictionary of Greek